- σαμάκιον
- σαμάκιον, τό, an article of female attire, Com.Adesp.1136.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σαμάκιον — τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) τμήμα γυναικείας στολής. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < σάμαξ, ακος] … Dictionary of Greek
σαμάκια — σαμάκιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαμάκι — το, Ν βοτ. κοινή ονομασία φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαμάκιον*, υποκορ. τού σάμαξ] … Dictionary of Greek